- φίλευνος
- φίλευνοςfond of the marriage-bedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φίλευνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά το συζυγικό κρεβάτι, δηλαδή την συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ευνος (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. ὅμ ευνος] … Dictionary of Greek
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek